λάξευμα

λάξευμα
λάξ-ευμα, ατος, τό,
A hewn work in stone, Anon.Prog. in Rh.1.640 W.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λάξευμα — το (AM λάξευμα) [λαξεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λαξεύω, σκάλισμα …   Dictionary of Greek

  • λαξεύμασι — λάξευμα hewn work in stone neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθολάξευστο(ν) — λιθολάξευστο(ν), τὸ (Μ) λάξευμα σε πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού αμάρτυρου επιθ. *λιθολάξευστος] …   Dictionary of Greek

  • ογδοηκοντάλιθος — ὀγδοηκοντάλιθος, ὁ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) τίτλος έργου σχετικού με το λάξευμα τών λίθων, το οποίο αποδίδεται στον Ορφέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκοντα + λίθος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”